-
1 δευτέρης
δεύτεροςsecond: fem gen sg (epic ionic)δευτερέωimperf ind act 2nd sg (doric aeolic) -
2 second-best
noun, adjective (next after the best; not the best: She wore her second-best hat; I want your best work - your second-best is not good enough.) δεύτερης κατηγορίας/δεύτερης ποιότητας -
3 second-order stationary
= second-order stationarityFrench\ \ stationnarité au second ordreGerman\ \ Stationarität zweiter OrdnungDutch\ \ stationair in de covariantiesItalian\ \ secondo ordine fermo; secondo ordine stazionarietàSpanish\ \ estacionarias de segundo orden; de segundo orden estacionariedadCatalan\ \ estacionaritat de segon ordrePortuguese\ \ estacionaridade de segunda ordemRomanian\ \ -Danish\ \ -Norwegian\ \ -Swedish\ \ andra ordningens stationaritetGreek\ \ δεύτερης τάξης σε στάση; δεύτερης τάξης στασιμότηταFinnish\ \ toisen asteen stationaarisuusHungarian\ \ másodrendû stacionerTurkish\ \ ikinci derece durağan; ikinci derece durağanlıkEstonian\ \ teist järku statsionaarsusLithuanian\ \ antrosios eilės stacionarumasSlovenian\ \ -Polish\ \ stacjonarność w sensie kowariancjiRussian\ \ неизменность второго порядкаUkrainian\ \ -Serbian\ \ -Icelandic\ \ second-röð kyrrstöðuEuskara\ \ -Farsi\ \ -Persian-Farsi\ \ -Arabic\ \ مستقرة من الدرجة الثانيةAfrikaans\ \ tweedeorde-stasionêrChinese\ \ 二 阶 分 析Korean\ \ 2차정상성 -
4 второсортный
επ.δεύτερης ποιότητας,κατώτερος•-ая мука αλεύρι δεύτερης ποιότητας.
|| μέτριος, μεσαίος, μέσος. -
5 теория
η θεωρίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > теория
-
6 товар
το εμπόρευμα, το προϊόντο είδος, το αγαθόдержать - на складе κρατώ/έχω το - στην αποθήκηотправлять - αποστέλλω/στέλνω το -стоимость - а на условиях СИФ τιμή του - τος με όρους C.I.F. (κόστος, ασφάλειαстоимость - а на условиях ФОБ τιμή του - τος με όρους F.O.B. (ελεύθερον επί του πλοίου)аукционный - προς πλειστηριασμό/δημοπρασίαзаграничные - ы εξωτερικά/ξένα - ταимпортные - ы - τα από το εξωτερικό, ξένα - ταпотребительские - ы τα καταναλωτικά είδη/προϊόντα-сельскохозяйственные - ы τα γεωργικά/αγροτικά προϊόνταРусско-греческий словарь научных и технических терминов > товар
-
7 второразрядный
второразрядныйприл δεύτερης κατηγορίας. -
8 второразрядныйсортный
второразрядный||сортныйприл δευτέρας ποιότητος, δεύτερης κατηγορίας. -
9 θέση
[-ις (-εως)] η1) место;πιάνω θέση — занимать место;
αλλάζω θέση — пересаживаться;
βάζω κάτι στη θέση του — положить (поставить) что-л, на место;
όλες οι θέσεις είναι πιασμένες — все места заняты;
λάβετε θέσεις! — по местам!;
2) положение, расположение, местоположение;βάζω στην πρώτη θέση — выдвигать на первый план;
η θέση τού σπιτιού (της πόλης) — местоположение дома (города);
3) положение, состояние; ситуация;βρίσκομαι σε δύσκολη θέση — находиться в затруднительном, трудном положении;
4) прям., перен. позиция;πολιτική από θέσεως ισχύος — политика с позиции силы;
παίρνω θέση — высказываться, высказывать свою точку зрения;
παίρνω σωστή θέση — занимать правильную позицию;
ο εχθρός δυνάμωσε τίς θέσεις του — враг укрепил свои позиции;
αναθεωρώ τη θέση μου — пересматривать свою позицию;
5) долж- ность, место; положение;η κοινωνική θέση — социальное, общественное положение;
διορίζομαι σε καλή θέση — получить хорошее место;
τί θέση έχει; — какую должность он занимает?;
6) класс, разряд;βαγόνι δεύτερης θέσης — вагон второго класса;
7) положение, тезис;θέσεις της εισήγησης — тезисы доклада;
θεμελιώδεις θέσεις — основные положения;
8) постановка (вопроса); выдвижение (предложения);θέσ ζητήματος εμπιστοσύνης — постановка вопроса о доверии;
9) диссертация;§ έργο με θέση — социально направленное произведение;
είμαι σε θέση να... — быть в состоянии... (сделать что-л,);
δεν έχεις θέση εδώ — здесь тебе не место;
αυτό δεν έχει θέση εδώ — это здесь ни к чему;
τί θέση έχει αυτό εδώ; — причём здесь это?;
στη θέση μου (σου, του — и т. д.) на моём (твоём, его и т. п.) месте;
βάζω κάποιον στη θέση του — поставить кого-л. на своё место;
θέσει μακρά συλλαβή — грам, долгий слог по положению
-
10 second-rate
adjective (inferior: The play was pretty second-rate.) κατώτερος,δεύτερης ποιότητας -
11 второразрядник
[φταραραζργιάντνικ] ουσ. α. άνθρωπος δεύτερης κατηγορίας -
12 second-order analysis
French\ \ analyse de seconde ordreGerman\ \ Analyse zweiter OrdnungDutch\ \ analyse van tweede ordeItalian\ \ analisi di secondo ordineSpanish\ \ análisis de segundo orderCatalan\ \ anàlisi de segon ordrePortuguese\ \ análise de segunda ordemRomanian\ \ -Danish\ \ -Norwegian\ \ -Swedish\ \ andra ordningens analysGreek\ \ δεύτερης τάξης ανάλυσηFinnish\ \ toisen kertaluvun analyysiHungarian\ \ másodrendû elemzésTurkish\ \ ikinci dereceden çözümleme; ikinci derece analizEstonian\ \ teist järku analüüsLithuanian\ \ antrosios eilės analizėSlovenian\ \ -Polish\ \ analiza drugiego rzęduRussian\ \ анализ второго порядкаUkrainian\ \ -Serbian\ \ анализа другог редаIcelandic\ \ second-röð greininguEuskara\ \ -Farsi\ \ -Persian-Farsi\ \ -Arabic\ \ تحليل ثنائي الرتبةAfrikaans\ \ tweedeorde-analiseChinese\ \ 二 阶 平 稳Korean\ \ 2차분석 -
13 второразрядник
[φταραραζργιάντνικ] ουσ α άνθρωπος δεύτερης κατηγορίας -
14 второразрядный
επ.δεύτερης κατηγορίας. || μεσαίος, ίμέσος, μέτριος. -
15 разбор
-а α.1. αρπαγή, άρπασμα• πάρσιμο.2. τακτοποίηση• διευθέτηση• ταξινόμηση.3. λύση• διάλυση, αποσύνδεση, ξεμοντάρισμα• ξήλωμα.4. εξέταση, διερεύνηση•разбор вопроса εξέταση ζητήματος.
5. εξάρθρωση, διαμελισμός• ξεχαρβάλωμα.6. ανάλυση•разбор предложения по частям речи γραμματική ανάλυση της πρότασης (τεχνολογία)•
разбор картины ανάλυση εικόνας,
7. ξεχώρισμα, βγάλσιμο, ανάγνωση•разбор почерка ανάγνωση γραφικού χαρακτήρα.
8. (απλ.)• άρθρο κριτικό.9. εκλογή• εξαίρεση• διάκριση•без -а χωρίς εκλογή, αν εξαίρετα, αδιάκριτα.
10. ποιότητα•мука второго -а αλεύρι δεύτερης ποιότητας.
11. κατηγορία, είδος, γένος. -
16 склонение
-я ουδ.1. κλίση, κάμψη, γέρμα• σκύψιμο. || μτφ. στροφή• πέρασμα, γύρισμα(με το μέρος άλλου).2. (γραμμ.) κλίση•склонение су-ществителных и прилагательных κλίση ουσιαστικών και επιθέτων•
существительные второго склонения ουσιαστικά δεύτερης κλίσης.
3. απόκλιση•магнитное склонение μαγνητική απόκλιση•
склонение светила απόκλιση αστεριού.
-
17 сорт
-а, πλθ. сорта α.1. ποιότητα•мука второго -а αλεύρι δεύτερης ποιότητας•
чай первого -а τσάι πρώτης ποιότητας•
одного -а της αυτής (ίδιας) ποιότητας.
|| είδος•-а плательных тканей είδη υφασμάτων για γυναικεία ενδύματα•
разные -а διάφορα είδη.
2. ποικιλλία•сорт пшеницы ποικιλλία σιταριού•
-винограда ποικιλλία σταφυλιού.
3. χαρακτήρας•письмо такого -а γράμμα τέτοιου χαρακτήρα (περιεχομένου).
εκφρ.первый сорт – πρώτη ποιότητα. (εξαιρετικός, υπέροχος). -
18 степень
-и, γεν. πλθ. -ей θ.1. βαθμός•степень родства βαθμός συγγένειας•
в высшей -и στον ανώτατο βαθμό.в слабойстепеньи σε αδύνατο (χαμηλό) βαθμό•
в равнойстепеньи σε ίσο βαθμό•
в достаточнойстепеньи σε αρκετό βαθμό•
в значительнойстепеньи σε σημαντικό βαθμό•
до последней -и ως τον τελευταίο βαθμό•
до (ή в) известнойстепеньи ως ένα βαθμό•
ни в какой ή в малейшей -и καθόλου, ποσώς, ολωσδιόλου.
2. κατηγορία, τάξη•орден второй -и παράσημο δεύτερης τάξης.
|| στάδιο, βαθμός.3. παλ. επίπεδο•спуститься на степень хулигана κατέρχομαι στο επίπεδο του χούλιγκανς.
4. βαθμός υπηρεσιακός.5. τίτλος•учная степень επιστημονικός τίτλος•
докторская степень ο τίτλος του διδάκτορα.
6. (μαθ.) δύναμη•возвести восемь в пятую степень υψώνωτο οχτώ στην πέμπτη δύναμη.
7. (γραμμ.) положительная степень θετικός βαθμός•сравнительная συγκριτικός βαθμός•
превосходная степень υπερθετικός βαθμός•степеньи сравнения παραθετικά των επ ι θετών.
-
19 δεύτερος
I next in Order (with a notion of Time), in Il. (not in Od.) of one who comes in second in a race, 23.265;δ. ἐλθεῖν 22.207
;δ. αὖτ'.. προΐει.. ἔγχος
next,20.273
, etc.; οὔ μ' ἔτι δ. ὧδε ἵξετ' ἄχος no second grief, i.e. none hereafter like this, 23.46; as [comp] Comp., c. gen., ἐμεῖο δεύτεροι after my time, ib. 248; σοὶ δ' οὐκέτι δ. ἔσται no second choice will be allowed thee, Hes.Op.34; in [dialect] Att. and Trag. with Art.,ὁ δ. S.OC 1315
, etc.; αἱ δ. πως φροντίδες σοφώτεραι second thoughts are wisest, E.Hipp. 436: prov., δ. πλοῦς the next best way, Pl.Phd. 99d, etc.;ὁ δ. πλοῦς ἐστι δήπου λεγόμενος, ἂν ἀποτύχῃ τις οὐρίου, κώπαισι πλεῖν Men.241
.2 of Time, next, later, δ. χρόνῳ in after time, Pi.O.1.43; δ. ἡμέρῃ on the next day, Hdt.1.82; δ. ἔτεϊ τούτων in the year after this, Id.6.46: neut. as Adv., δεύτερον αὖ, αὖτε, αὖτις, a second time, Il.3.332, 191, Od.9.354;ἐν τᾷ δ. ἐκκλησίᾳ SIG644.20
: with the Art.,τὸ δ. Sapph.Supp.4.11
, Hdt.1.79, A.Ag. 1082, X.Cyr.2.2.1: also pl., Hdt.3.53, 9.3; τὰ δ. κινδυνεύσοντας about to run the next dangers, Th.6.78; later, ἐκ δευτέρου for the second time, Ev.Marc.14.72, Dsc.5.87.10;ἐκ δευτέρης Babr. 114.5
, cf. PStrassb.100.22 (ii B. C.): regul. Adv. , Sallust.18, etc.II in Order or Rank (without any notion of Time), second,δ.μετ' ἐκεῖνον Hdt.1.31
, cf. S.Ph. 1442, etc.;πολὺ δ. Id.OC 1228
(lyr.); πολὺ δ. μετά τι very much behind, Th.2.97;μετὰ τὸ πλουτεῖν δ. Antiph.144.9
: c. gen., δ. οὐδενός second to none, Hdt.1.23, Plb.31.27.16;δ. παιδὸς σῆς E.Tr. 618
; ;πρὸς τὰ χρήματα θνητοῖσι τἄλλα δεύτερ' S.Fr.354.5
;τὰ ἄλλα πάντα δ. τε καὶ ὕστερα λεκτέον Pl.Phlb. 59c
; logically or metaphysically posterior,πᾶν πλῆθος δ. ἐστι τοῦ ἑνός Procl.Inst.5
, cf. 36, Dam.Pr. 126, al.; δεύτερ' ἡγεῖσθαι think quite secondary, S.OC 351; δεύτερον ἄγειν, δεύτερα ποιεῖσθαι, Luc.Symp.9, Plu.2.162e;ἐν δευτέρῳ τίθεσθαι Id.Fab.24
, cf. Jul.Or.8.242b; ἱερὸν δ. of the second class, OGI56.59 (iii B. C.), etc.2 the second of two, δ. αὐτή herself with another, Hdt.4.113, cf. AB89; ἑπτὰ δ. σοφοί a second seven sages, Euphro 1.12; εἷς καὶ δ. unus et alter, Hdn.Gr.2.934;εἷς ἢ δ. Jul.Or.6.190d
;ἕν τι.. ἢ δεύτερον D.Chr.33.7
; δ. καὶ τρίτος two or three, Plb.26.1.1.; neut. as Adv., ἅπαξ καὶ δεύτερον once or twice, Jul. ad Ath.278c.3 δ. ἀριθμός number whose prime factors are odd, Nicom.Ar.1.12.III as Subst., τὰ δ., = δευτερεῖα, the second prize or place, Il.23.538;τὰ δ. φέρεσθαι Hdt.8.104
.2 after-birth, Dsc.1.48,50.3 δευτέρα σαββάτου (sc. ἡμέρα) second day of the week, LXXPs. 47(48) tit.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δεύτερος
-
20 başaltı
πάλτη δεύτερης κατηγορίας
См. также в других словарях:
δευτέρης — δεύτερος second fem gen sg (epic ionic) δευτερέω imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek
θεόφιλος — I (4ος αι. π.Χ.). Ποιητής της Μέσης κωμωδίας. Διασώθηκαν οι τίτλοι οκτώ κωμωδιών του: Ιατρός, Παγκράτεια, Βοιωτία, Νεοπτόλεμος, Επιδαύριος, Προιτίδες, Απόδημος και Φίλαυλος. Ο προτελευταίος και τελευταίος τίτλος αναφέρονται, αντίστοιχα, στα… … Dictionary of Greek
ναυσιπλοΐα — Η πρακτική και η τεχνική του πλου. Διακρίνεται σε θαλάσσια ν. και σε ν. κλειστών υδάτων: η πρώτη περιλαμβάνει την ποντοπλοΐα, που εκτείνεται σε όλες τις θάλασσες και τους ωκεανούς, και την ακτοπλοΐα, που περιορίζεται στις κλειστές θάλασσες και… … Dictionary of Greek
φωτοστοιχειοθεσία — Η στοιχειοθεσία (σύνθεση) κειμένου με τη βοήθεια κλαβιέ και η αποτύπωσή του πάνω σε φωτοευπαθές χαρτί ή φιλμ. Η φ. είναι νέα μέθοδος στοιχειοθεσίας που δημιουργήθηκε από μια ανάγκη: να εξυπηρετήσει τη γρήγορη εξάπλωση της λιθογραφίας. Τον… … Dictionary of Greek
Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek